- ροπτός
- -ή, -όν, Ααυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. τού ῥοφητός* (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥοπτῶν — ῥοπτός fem gen pl ῥοπτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… … Dictionary of Greek
ρόμμα — τὸ, Α το ῥόφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. τού ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός] … Dictionary of Greek
srebh-, sr̥bh- and serbh- (*ghreb-) — srebh , sr̥bh and serbh (*ghreb ) English meaning: to sip, swallow Deutsche Übersetzung: ‘schlũrfen” Material: Arm. arbi (*sr̥bh ) “I trank”, arb “Zechgelage”; Gk. ῥοφέω (Ion. ῥυφέω) ‘schlũrfe” (also ῥόφειν EM.), ῥοπτός… … Proto-Indo-European etymological dictionary